Η περίπτωση του ζωγράφου Ζαχαρία Κουμπλή είναι ενδιαφέρουσα από κάθε άποψη. Πρώτα -πρώτα γιατί εισάγεται στη Σχολή Καλών Τεχνών του Α.Π.Θ. (1985-90), αφού έχει αποφοιτήσει από το Γεωλογικό τμήμα της Φυσικομαθηματικής Σχολής του ίδιου πανεπιστημίου (1976-81), αλλά και γιατί μέσα στη Σχολή διακρίνεται αμέσως ως μια δυνατή καλλιτεχνική φυσιογνωμία με ιδιαίτερη αισθαντικότητα και προσωπικό τρόπο έκφρασης, πού κατορθώνει, αφομοιώνοντας τα διδάγματα των δασκάλων του, Μίμη Κοντου και Βαγγέλη Δημητρέα, να θέσει τα θεμέλια της γενικότερης αισθητικής του συγκρότησης, χωρίς να ισοπεδωθεί από τον τύπο και το χαρακτήρα της Σχολής. Έτσι, μερικά από τα βασικά γνωρίσματα του εικαστικού του λεξιλογίου, όπως ή ταυτόχρονη ενασχόληση σε παραστατικές και αφηρημένες διατυπώσεις, ο σειραϊκός χαρακτήρας των εργασιών του, το μικρό μέγεθος και ο προσωπικός τρόπος σύνθεσης και οργάνωσης των έργων του, πείθουν ότι ό Κουμπλής είναι ένας δημιουργός, ο οποίος από πολύ νωρίς αποκαλύπτει την πηγαιότητα και αυθεντικότητα του ζωγραφικού του ύφους.
Ένα ιδιάζον χαρακτηριστικό της ζωγραφικής του, τη σημασία του οποίου οφείλουμε να σχολιάσουμε και να αξιολογήσουμε, είναι το παράλληλο ενδιαφέρον του τόσο για τις παραστατικές όσο και για τις αφηγημένες τάσεις. Το φαινόμενο, που δεν είναι μοναδικό - μεγάλοι καλλιτέχνες, όπως ο Picasso, ο Miro, ο Εrnst, κ.άλ. διακρίθηκαν για τη στιλιστική τους πολλαπλότητα και αντιφατικότητα - δεν μπορεί να ερμηνευθεί σαν κλυδωνισμός αρχών και στόχων. Ενδεχομένως, θα μπορούσε να συσχετισθεί με την ενδόμυχη τάση του ζωγράφου να δοκιμάσει τα μορφοπλαστικά του μέσα και στις δύο εκφάνσεις, με σκοπό την αλληλοσυμπλήρωση και βελτίωσή τους. Ακόμα και ο φόβος του καλλιτέχνη, μήπως η αποκλειστική του απασχόληση με ανεικονικές μορφές τον οδηγήσει τελικώς σε μια "διακοσμητική" τέχνη ή και σε μια ζωγραφική του τυχαίου και ανεξέλεγκτου, φαίνεται ότι τον υποχρεώνει να ανατρέχει κάθε τόσο στην παραστατική ζωγραφική και ιδιαίτερα στην ανθρώπινη φιγούρα, απ' όπου αντλεί τις οργανικές φόρμες, που του είναι απαραίτητες για να μην καταλήξει σ' ένα στείρο φορμαλισμό.
Εξάλλου και η διαδικασία παραγωγής των έργων του, αρθρώνεται πάνω στην ίδια βάση, στη διαλεκτική δηλ. σχέση του κανόνα και της ελευθερίας, του νου και του ενστίκτου, του ελλόγου και του τυχαίου. Γιατί ο καλλιτέχνης, πού ξεκινά τα έργα του χωρίς να έχει κάποια προκαθορισμένη ιδέα, προχωρά με οδηγό το ένστικτο και τη διαισθητική του ικανότητα, τα οποία και καθορίζουν τον τρόπο με τον οποίο θα χρησιμοποιήσει τα καθαρά ζωγραφικά του μέσα (χρώμα, αξίες χρώματος, ματιέρα, γραμμή, φόρμα, σύνθεση κ.λ.π.). Ταυτόχρονα, και στο βαθμό που αντιλαμβάνεται ότι με την υπερβολή του τυχαίου και αυθόρμητου κινδυνεύει να καταλήξει σ' ένα είδος αυτόματης ζωγραφικής, κάνει τις απαραίτητες επεμβάσεις ελέγχου και οργάνωσης, επιζητώντας τη μονιμότερη διάρθρωση, την επιβολή τάξης και ηρεμίας, την εξισορρόπηση των αντιθέσεων και την ελεγχόμενη δύναμη των ζωγραφικών του μέσων. Ωστόσο, δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις που η υπερβολική διανοητική προσέγγιση αφαιρεί από το ζωγραφικό έργο την αναγκαία εκφραστικότητα, οπότε, τότε, αφήνεται και πάλι στη γοητεία του ενστίκτου, προκειμένου να φθάσει στην επιθυμητή για την καλλιτεχνική του ιδιοσυγκρασία ισορροπία.
Ο βασανιστικός του αγώνας, για την ολοκλήρωση του εικαστικού του προβληματισμού και την εξέλιξη των αισθητικών και εκφραστικών μέσων, γίνεται περισσότερο κατανοητός σ' ένα αριθμό έργων με σειραϊκή δομή, όπου με την κατάτμηση της εικόνας σε παρατιθέμενες. δίκην πολυπτύχου, πολλαπλές εκδοχές, αποκαλύπτει τη διάθεση, που εκδηλώνεται από τις σπουδαστικές του ακόμα εργασίες, να οδηγήσει την έρευνα της άρθρωσης και δομής της φόρμας στα έσχατα όρια της, μέσα από τη λογική της συνέχειας και της επαγωγικής σχέσης του μέρους προς το όλο, του επόμενου προς το προηγούμενό του. Και ενώ σ' αυτά τα έργα η ζωγραφική επιφάνεια κατανέμεται σε πολλές ίσες, από άποψη μεγέθους και σημασίας μονάδες, σε μιαν άλλη, τελευταία χρονολογικώς ενότητα το βάρος της σύνθεσης εστιάζεται στην κεντρική, μεγάλη, ορθογώνια παράσταση, η οποία πλαισιώνεται από μια φρίζα με δευτερεύοντες, μεμονωμένους και επαναλαμβανόμενους εικαστικούς πυρήνες. Έτσι, από τον πολυεστιακό τρόπο σύνθεσης της προηγούμενης ενότητας των έργων ο καλλιτέχνης καταλήγει σε μια μονοεστιακή συνθετική αντίληψη, όπου η περιμετρική ζώνη παίζει ρόλο υποστήριξης και ανάδειξης της κεντρικής παράστασης και ταυτόχρονα μιας δευτερεύουσας εικαστικής περιοχής, στην οποία επεξηγούνται μορφολογικώς τα βασικά χρωματικά και γραμμικά μοτίβα της κυρίας παράστασης.
Η εξαντλητική αναζήτηση της δομής της φόρμας και η μέσω αυτής ολοκλήρωση του μορφοπλαστικού του οράματος είναι το βασικό αιτούμενο στις μέχρι σήμερα προσπάθειες του Ζαχαρία Κουμπλή. Ξένος προς τη γοητεία της ανεκδοτολογικής φλυαρίας, εχθρός των συμβολικών προεκτάσεων και της κριτικής διάθεσης, ακόμα και στα παραστατικά του έργα με θέμα την ανθρώπινη μορφή, εφοδιασμένος, όμως, με την ασφαλή γνώση μέσων και τεχνικών, όπως φανερώνει η αξιοποίηση της ματιέρας των χρωμάτων νερού μέσα από τις αλλεπάλληλες μονοτυπικές επιστρώσεις, και με μια αξιοζήλευτη αίσθηση του μέτρου και του ρυθμού κατορθώνει να κινείται το ίδιο επιτυχημένα ανάμεσα στις παραστατικές και αφηρημένες τάσεις. Με το συνδυασμό χρωματικών και καλλιγραφικών - γραμμικών στοιχείων, με τη συγκρατημένη εξπρεσιονιστική χρησιμοποίηση του χρώματος, πού του επιτρέπει να μη χάνει την ποιητική και λυρική φωνή του, με την περιορισμένη χρωματική παλέτα, που δεν τον εμποδίζει να επιτυγχάνει τις απαραίτητες χρωματικές εντάσεις και μ' ένα πλούσιο μορφοπλαστικό λεξιλόγιο, που συνδυάζει με θαυμαστό τρόπο το απολλώνιο και διονυσιακό στοιχείο, δημιουργεί έργα πού διακρίνονται για την εσωτερική πειθαρχία, την πυκνότητα της έκφρασης και την κλασική τους διάθεση.
Ένα ιδιάζον χαρακτηριστικό της ζωγραφικής του, τη σημασία του οποίου οφείλουμε να σχολιάσουμε και να αξιολογήσουμε, είναι το παράλληλο ενδιαφέρον του τόσο για τις παραστατικές όσο και για τις αφηγημένες τάσεις. Το φαινόμενο, που δεν είναι μοναδικό - μεγάλοι καλλιτέχνες, όπως ο Picasso, ο Miro, ο Εrnst, κ.άλ. διακρίθηκαν για τη στιλιστική τους πολλαπλότητα και αντιφατικότητα - δεν μπορεί να ερμηνευθεί σαν κλυδωνισμός αρχών και στόχων. Ενδεχομένως, θα μπορούσε να συσχετισθεί με την ενδόμυχη τάση του ζωγράφου να δοκιμάσει τα μορφοπλαστικά του μέσα και στις δύο εκφάνσεις, με σκοπό την αλληλοσυμπλήρωση και βελτίωσή τους. Ακόμα και ο φόβος του καλλιτέχνη, μήπως η αποκλειστική του απασχόληση με ανεικονικές μορφές τον οδηγήσει τελικώς σε μια "διακοσμητική" τέχνη ή και σε μια ζωγραφική του τυχαίου και ανεξέλεγκτου, φαίνεται ότι τον υποχρεώνει να ανατρέχει κάθε τόσο στην παραστατική ζωγραφική και ιδιαίτερα στην ανθρώπινη φιγούρα, απ' όπου αντλεί τις οργανικές φόρμες, που του είναι απαραίτητες για να μην καταλήξει σ' ένα στείρο φορμαλισμό.
Εξάλλου και η διαδικασία παραγωγής των έργων του, αρθρώνεται πάνω στην ίδια βάση, στη διαλεκτική δηλ. σχέση του κανόνα και της ελευθερίας, του νου και του ενστίκτου, του ελλόγου και του τυχαίου. Γιατί ο καλλιτέχνης, πού ξεκινά τα έργα του χωρίς να έχει κάποια προκαθορισμένη ιδέα, προχωρά με οδηγό το ένστικτο και τη διαισθητική του ικανότητα, τα οποία και καθορίζουν τον τρόπο με τον οποίο θα χρησιμοποιήσει τα καθαρά ζωγραφικά του μέσα (χρώμα, αξίες χρώματος, ματιέρα, γραμμή, φόρμα, σύνθεση κ.λ.π.). Ταυτόχρονα, και στο βαθμό που αντιλαμβάνεται ότι με την υπερβολή του τυχαίου και αυθόρμητου κινδυνεύει να καταλήξει σ' ένα είδος αυτόματης ζωγραφικής, κάνει τις απαραίτητες επεμβάσεις ελέγχου και οργάνωσης, επιζητώντας τη μονιμότερη διάρθρωση, την επιβολή τάξης και ηρεμίας, την εξισορρόπηση των αντιθέσεων και την ελεγχόμενη δύναμη των ζωγραφικών του μέσων. Ωστόσο, δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις που η υπερβολική διανοητική προσέγγιση αφαιρεί από το ζωγραφικό έργο την αναγκαία εκφραστικότητα, οπότε, τότε, αφήνεται και πάλι στη γοητεία του ενστίκτου, προκειμένου να φθάσει στην επιθυμητή για την καλλιτεχνική του ιδιοσυγκρασία ισορροπία.
Ο βασανιστικός του αγώνας, για την ολοκλήρωση του εικαστικού του προβληματισμού και την εξέλιξη των αισθητικών και εκφραστικών μέσων, γίνεται περισσότερο κατανοητός σ' ένα αριθμό έργων με σειραϊκή δομή, όπου με την κατάτμηση της εικόνας σε παρατιθέμενες. δίκην πολυπτύχου, πολλαπλές εκδοχές, αποκαλύπτει τη διάθεση, που εκδηλώνεται από τις σπουδαστικές του ακόμα εργασίες, να οδηγήσει την έρευνα της άρθρωσης και δομής της φόρμας στα έσχατα όρια της, μέσα από τη λογική της συνέχειας και της επαγωγικής σχέσης του μέρους προς το όλο, του επόμενου προς το προηγούμενό του. Και ενώ σ' αυτά τα έργα η ζωγραφική επιφάνεια κατανέμεται σε πολλές ίσες, από άποψη μεγέθους και σημασίας μονάδες, σε μιαν άλλη, τελευταία χρονολογικώς ενότητα το βάρος της σύνθεσης εστιάζεται στην κεντρική, μεγάλη, ορθογώνια παράσταση, η οποία πλαισιώνεται από μια φρίζα με δευτερεύοντες, μεμονωμένους και επαναλαμβανόμενους εικαστικούς πυρήνες. Έτσι, από τον πολυεστιακό τρόπο σύνθεσης της προηγούμενης ενότητας των έργων ο καλλιτέχνης καταλήγει σε μια μονοεστιακή συνθετική αντίληψη, όπου η περιμετρική ζώνη παίζει ρόλο υποστήριξης και ανάδειξης της κεντρικής παράστασης και ταυτόχρονα μιας δευτερεύουσας εικαστικής περιοχής, στην οποία επεξηγούνται μορφολογικώς τα βασικά χρωματικά και γραμμικά μοτίβα της κυρίας παράστασης.
Η εξαντλητική αναζήτηση της δομής της φόρμας και η μέσω αυτής ολοκλήρωση του μορφοπλαστικού του οράματος είναι το βασικό αιτούμενο στις μέχρι σήμερα προσπάθειες του Ζαχαρία Κουμπλή. Ξένος προς τη γοητεία της ανεκδοτολογικής φλυαρίας, εχθρός των συμβολικών προεκτάσεων και της κριτικής διάθεσης, ακόμα και στα παραστατικά του έργα με θέμα την ανθρώπινη μορφή, εφοδιασμένος, όμως, με την ασφαλή γνώση μέσων και τεχνικών, όπως φανερώνει η αξιοποίηση της ματιέρας των χρωμάτων νερού μέσα από τις αλλεπάλληλες μονοτυπικές επιστρώσεις, και με μια αξιοζήλευτη αίσθηση του μέτρου και του ρυθμού κατορθώνει να κινείται το ίδιο επιτυχημένα ανάμεσα στις παραστατικές και αφηρημένες τάσεις. Με το συνδυασμό χρωματικών και καλλιγραφικών - γραμμικών στοιχείων, με τη συγκρατημένη εξπρεσιονιστική χρησιμοποίηση του χρώματος, πού του επιτρέπει να μη χάνει την ποιητική και λυρική φωνή του, με την περιορισμένη χρωματική παλέτα, που δεν τον εμποδίζει να επιτυγχάνει τις απαραίτητες χρωματικές εντάσεις και μ' ένα πλούσιο μορφοπλαστικό λεξιλόγιο, που συνδυάζει με θαυμαστό τρόπο το απολλώνιο και διονυσιακό στοιχείο, δημιουργεί έργα πού διακρίνονται για την εσωτερική πειθαρχία, την πυκνότητα της έκφρασης και την κλασική τους διάθεση.
Θεσσαλονίκη, Νοέμβριος 1994
Γιάννης Τσούτσας,
Επιμελητής Πινακοθήκης Εταιρίας Μακεδονικών Σπουδών.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου